ruction - ορισμός. Τι είναι το ruction
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι ruction - ορισμός


Ruction      
·noun An uproar; a quarrel; a noisy outbreak.
ruction      
(ructions)
If someone or something causes ructions, they cause strong protests, quarrels, or other trouble. (INFORMAL)
Both activities have caused some ructions.
N-COUNT: usu pl
ruction      
¦ noun informal a disturbance or quarrel.
?(ructions) Brit. trouble.
Origin
C19: of unknown origin; perh. assoc. with insurrection.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για ruction
1. One industry executive, who declined to be named, said: "There‘ll be a massive ruction with BT over this." Sky will provide a powerful competitor to the telephone fixed–line market leader.
2. The reshuffle threatens to cause ruction between the coalition partners –– Howard‘s Liberal party and the rural–based National party –– after the demotion of National‘s member Deanne Kelly, following the defection to the Liberal Party earlier this week of another National party member.
3. The delegation of Parliamentary Committee on Balochistan led by Chaudhry Shujaat Hussain called on Daniyal Aziz, Chairman, National Reconst–ruction Bureau in his office who gave a detailed briefing to the delegation on the work done by the NRB relating to Federal to Provin–cial devolution.